αλεκτρύαινα

αλεκτρύαινα
ἀλεκτρύαινα, η (Α)
θηλ. τού ἀλεκτρυών*.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πλάστηκε από τον Αριστοφάνη (Νεφέλες) αναλογικά προς το λέαινα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀλεκτρύαινα — fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλεκτρύαιναν — ἀλεκτρύαινα fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλεκτρυών — Μυθολογικό πρόσωπο Ο Α. ήταν νεαρός φίλος του Άρη, ο οποίος, κάθε φορά που ο θεός του πολέμου συναντιόταν με την Αφροδίτη, καθόταν φρουρός έξω από το δωμάτιο για να τους προειδοποιεί όταν έβγαινε ο ήλιος. Μια νύχτα, όμως, ο Α. αποκοιμήθηκε και ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”